-
1 κούκκος
ο1) кукушка; 2) перен. дурак, болван; 3) см. κούκος;§ τρείς κι' ο κούκκος ирон. — полтора человека;
μένω κούκκος — остаться в одиночестве или одиноким;
κοστίζει ο κούκκος αηδόνι — обходиться очень дорого;
τον εχουνε στού κούκκου το σημάδί — они на него косо поглядывают;
ένας κούκκος δεν φέρνει την ανοιξη — погов, одна ласточка не делает весны
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek